στεάτωση

στεάτωση
η
σχηματισμός λιπώματος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • στεάτωση — η, Ν [στεατῶ] ιατρ. (ανακριβώς) η λιπώδης εκφύλιση και η παθολογική παχυσαρκία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”